- χειροκρατησία
- ἡ, Αβίαιη σύλληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + -κρατησία (< -κρατής < κράτος), πρβλ. παγ-κρατησία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροκρατησίας — χειροκρατησίᾱς , χειροκρατησία seizure by violence fem acc pl χειροκρατησίᾱς , χειροκρατησία seizure by violence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)